βρακώνω

βρακώνω
[βρακί]
Ι. 1. φορώ σε κάποιον το βρακί
2. παρέχω σε κάποιον πόρους ζωής
ΙΙ. βρακώνομαι
1. φοράω το βρακί μου, ντύνομαι
2. αποκτώ πόρους, βελτιώνω την οικονομική μου κατάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρακώνω — ωσα, ώθηκα, βρακωμένος 1. φορώ το βρακί σε κάποιον: Βράκωσε το παιδί. 2. το μέσ., βρακώνομαι φορώ το βρακί, ντύνομαι: Δεν πρόφτασα να βρακωθώ, όταν άνοιξαν την πόρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβράκωτος — η, ο [βρακώνω] 1. ο δίχως βρακί, ξεβράκωτος 2. πάμπτωχος, θεόφτωχος …   Dictionary of Greek

  • ξεβρακώνω — 1. βγάζω το βρακί κάποιου 2. αποκαλύπτω τον άσχημο χαρακτήρα ή τις κακές πράξεις κάποιου, ξεσκεπάζω 3. εξευτελίζω, προσβάλλω («με αυτά που μού είπε μέ ξεβράκωσε») 4. (το παθ.) ξεβρακώνομαι υποκύπτω, υποχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βρακώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”